ἄλεισον, -ου, τό


1 vaso, copa ἔχε δὲ χρύσειον ἄ. Il.11.774, cf. Od.3.50, τόδε δέξαι ἐμεῦ πάρα καλὸν ἄλεισον Il.24.419, περιστείχοντος ἀλείσου τὸ τρίτον Call.Fr.178.13, equiv. δέπας Ath.482e, 783a.

2 anat. isquion Marsyas 23.
• DMic.: a-re-se-si (?).
• Etimología: Quizá de la raíz *(s)leiH- ‘resbalar’, v. ἀλίνω.