< ἀλγῐνόεις
ἀλγίων >
ἄλγις
,
-ιδος, ἡ
dolor
,
pena
,
aflicción
οἱ βόες ἐμπαθεῖ μυκηθμῷ τὴν ἄλγιδα σημαίνοντες
Ast.Am.
Hom
.1.6.2.