< ἀλγηρός
ἀλγητέον >
ἄλγησις
,
-εως, ἡ
dolor
διαμπερὲς στέρνων ἔχοιτ' ἄ.
S.
Ph
.792, cf. Ar.
Th
.147, Iambl.
Protr
.21, Vett.Val.37.18.