ἄλγημα, -ματος, τό
1 dolor físico,
παροξύνονται τὰ ἀλγήματαHp.VM 6, cf. Acut.19,
ἀ. ναρκῶδεςPlu.Sull.26, cf. Epicur.Sent.[5] 29, Plot.6.1.19
•c. gen.
μετώπουHp.Coac.262,
σκελέωνHp.Acut.(Sp.) 2,
ὅλου τοῦ σώματοςD.54.11,
τῶν ὀδόντωνArchig. en Gal.12.876,
τοῦ ποδόςPBremen p.130.5 (II d.C.),
τῆς γαστρόςI.AI 19.350,
ἀκοῆςPh.1.693
•c. otras constr.
ἐς ἰσχία ἀ.Hp.Coac.291,
περὶ τὸν νῶτονArist.HA 512b18, cf. 25.
2 pena, sufrimiento moral
παλαιὸν ἄλγημαS.Ph.1170, cf. 340, E.Fr.507, Men.Fr.848, LXX Ec.1.18.