< Ἀλάπτης
ἀλαρία >
ἄλαρα
,
-ων, τά
bot.
1
una clase de
nueces
τὰ Ποντικά κάρυα
Hsch.,
EM
α
769.
2
nogal del cáucaso
,
Pterocarya fraxinifolia
(Lam.) Spach., Hsch.,
EM
α
769
•
de donde quizá
ἄλαρα· τὸ τοῦ δόρατος εἰς τὸν αὐλὸν τῆς ἐπιδορατίδος ἐμπῖπτον
Hsch., cf. ἐλάραι.