< Ἀκίκαρος
Ἀκίλα >
ἄκῑκυς
,
-υ
1
de pers.
débil
,
sin fuerza
,
Od
.9.515, 21.131, Hp.
Morb
.4.43, Theoc.
Ep
.11.6,
ὀλιγοδρανία
A.
Pr
.549.
2
que debilita
νοῦσος
Orph.
L
.22.