ἄκᾰκος, -ον
I
2 puro, no adulterado del trigo POxy.142.5 (VI d.C.).
II
βάσκε πάτερ ἄκακε ΔαριάνA.Pers.663, 671.
2 cándido, inocente
ἄνδρεςPl.Ti.91d,
παιδίσκηMen.Her.19,
κόρηMen.Dysc.222,
ἄ. καὶ νέοςPlb.31.11.7,
ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄ.LXX Pr.21.11,
τρόποςAnaxil.32.2, cf. Pl.Alc.2.140c, D.47.46, 82, D.C.72.1.1, D.S.13.76, Ph.2.228
•en epitafios
ψυχήIUrb.Rom.1016 (imper.),
ᾤχετο πρὸς φθιμένους, παῖς νέος ὢν ἄ.IEphesos 2102.14 (imper.), cf. TAM 2.1147 (Olimpo)
•subst. οἱ ἄ. Ep.Rom.16.18
•compar.
ἀκακώτερον ἢ στρατηγικώτερον αὑτῷ χρησάμενοςPlb.10.32.7.
III adv. -ως sin malicia, inocentemente, cándidamente D.47.50,
Ἐπιδαμνίων ... <ἀ>κάκως ... αὐτοὺς παραδεξαμένωνPlb.2.9.3,
θεᾶσθαιPlb.8.29.8,
ἀ. καὶ παιδικῶςPlu.Thes.8.