ἄκᾰκος, -ον


I 1indemne, no dañado Sapph.171.

2 puro, no adulterado del trigo POxy.142.5 (VI d.C.).

II 1benéfico, benigno, sin malicia βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν A.Pers.663, 671.

2 cándido, inocente ἄνδρες Pl.Ti.91d, παιδίσκη Men.Her.19, κόρη Men.Dysc.222, ἄ. καὶ νέος Plb.31.11.7, ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄ. LXX Pr.21.11, τρόπος Anaxil.32.2, cf. Pl.Alc.2.140c, D.47.46, 82, D.C.72.1.1, D.S.13.76, Ph.2.228
en epitafios ψυχή IUrb.Rom.1016 (imper.), ᾤχετο πρὸς φθιμένους, παῖς νέος ὢν ἄ. IEphesos 2102.14 (imper.), cf. TAM 2.1147 (Olimpo)
subst. οἱ ἄ. Ep.Rom.16.18
compar. ἀκακώτερον ἢ στρατηγικώτερον αὑτῷ χρησάμενος Plb.10.32.7.

III adv. -ως sin malicia, inocentemente, cándidamente D.47.50, Ἐπιδαμνίων ... <ἀ>κάκως ... αὐτοὺς παραδεξαμένων Plb.2.9.3, θεᾶσθαι Plb.8.29.8, ἀ. καὶ παιδικῶς Plu.Thes.8.