ἄκρᾱτος, -ον
• Alolema(s): jón. ἄκρητος
• Morfología: [compar. -έστερος, sup. -έστατος, pero ἀκρατότερος Plu.2.677e]
I de cosas
1 de líquidos no mezclado, puro del vino
ποτόνOd.2.341,
σπονδαίIl.2.341,
οἶνοςOd.24.73, Hdt.1.207, Mim.Fr.Pap.Charit.50,
μέθυE.Cyc.149
•subst. ὁ ἄκρατος vino puro
πίμπλεισιν ἀκράτωAlc.72.4,
ὁ πολὺς ἄ. ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖνMen.Fr.735,
πολλὰ δ' ἐξεργάζεται ἀνόητ' ἄκρατος καὶ νεότηςMen.Sam.341,
ἐπιχεῖσθαι ἄκρατονTheoc.14.18,
τὸ ἄκρατονArist.Po.1461a15, en plu.
ἐν ἀκρήτοις ... ἡδυπότηνHedyl.1513P.,
πί]νει δ' οὗτος ἄκρατα καὶ μεθύειGDRK 50.25,
ἀκρήτῳ κατασπένδετεMilet 1(3).133.26 (V a.C.)
•de la sangre
αἷμαA.Ch.578,
ταύρων ἀκρήτοισι φόνοιςEmp.B 128.8,
ἀκρατον γάλαla leche entera, no desnatada, Od.9.297.
2 de sólidos o elementos puro
πῦρParm.B 12,
καῦμαAP 9.71 (Antiphil.),
σώματαPl.Ti.57c.
3 de colores y olores puro, intenso
χρῶμαHp.Acut.42,
μέλανArist.Col.795a9,
νύξAel.Fr.262,
σκότοςPlu.Nic.21,
σμύρνηEmp.B 128.6,
ὀσμήThphr.CP 6.17.6.
5 de cualidades, abstractos, puro, no contaminado, no adulterado
νοῦςX.Cyr.8.7.20,
δικαιοσύνηPl.R.545a, cf. 491e,
διδασκαλίαPh.2.447,
χάρις(prob. juego de palabras c. vino puro) E.Cyc.577,
ψεῦδοςPl.R.382c,
ἐλευθερίαPl.R.562d,
ὀλιγαρχίαArist.Pol.1273b37,
δημοκρατίαD.C.47.39.5,
παρρησίαDemad.97,
νόμοςPl.Lg.723a,
νόμων ἀποτομίαPOxy.237.7.40 (II d.C.),
εἰρήνηPh.1.678,
πενίαextrema pobreza D.C.17.6.
6 medic. mal mezclado, mal templado
(χυμός)Hp.VM 14,
ὑποχωρήσιεςHp.Aph.7.6,
διάρροιαTh.2.49
•ἄκρητον sangre mal templada Hp.Epid.1.26α.
II de personas inmoderado, destemplado, desmedido c. ac. rel.
ἄ. ὀργήνA.Pr.678, fig. del sueño
ἄ. ἐλθέE.Cyc.602
•de ahí ref. a sentimientos, pasiones, etc.
ἄ. ὀργήAlcid.22,
ἵμεροςS.Fr.941.5,
ἄκρατον οὐδὲν ... ἐς οἰκέτας ἔχωνque no se comporta de forma desmedida con respecto a sus siervos E.Supp.870,
μανίαAP 12.115
•subst.
τὸ τῆς δεισιδαιμονίας ἄ.I.BI 2.174.
III adv. -ως absoluta, totalmente
ἀ. μέλαςAel.NA 16.11,
ἀ. λευκήLuc.DMar.1.3,
ὁ ἀ. πλημμελήςPl.Lg.731d.