< ἀκρουλλ(ᾶτος)
ἀκροῦν· >
ἄκρουλος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀκρόουλος
Lyd.
Mag
.1.23
rizado en la punta
τρίχες
Arist.
Phgn
.812
b
33,
ἡ κόμη
Lyd.l.c.