< ἀκροθῐγής
ἀκροθῑνιάζομαι >
ἄκροθῑς
,
-ινος, ἡ
primicia
πολέμου
Pi.
O
.2.4, cf. 10.57,
τὠπόλλονι τὰν ἀκρόθινα
CID
1.9D.47 (IV a.C.).