< ἀκμητί
Ἄκμητος >
ἄκμητος
,
-ον
I
1
infatigable
ἄκμητοι λόφον προσέβαν ποσίν
h.Ap
.520,
ἄ. σώματα
Onas.10.5.
2
que no produce dolor
τύμμα
Nic.
Th
.737,
ἄ. καὶ ἀνώδυνος
Nic.
Th
.820 (ap.crít.).
3
de hoja perenne
περσ<ε>ίη
GDRK
60.2.12.
II
adv. -ως
incesantemente
Procl.
in R
.2.162.