< ἀκμηνός
ἀκμής >
ἄκμηνος
,
-ον
que no ha comido
,
en ayunas
ὁ δ' ἄ. καὶ ἄπαστος
Il
.19.346,
ἄκμηνοι καὶ ἄπαστοι ἐκείατο
A.R.4.1295, cf.
Il
.19.207, c. gen.
σίτοιο
Il
.19.163,
πόσιος καὶ ἐδητύος
Il
.19.320,
βορᾶς
Lyc.672,
σίτων
Nic.
Th
.116,
δόρποιο
Call.
Fr
.312.