ἄκαμπτος, -ον
I
(χαλινός)X.Eq.10.9,
τὸ ἄ. (δακτύλου)la parte rígida (la falange), Arist.HA 493b29
•esp. fig. rígido, inflexible
ἄ. μένειA.Ch.455,
θεῶν φρήνE.Hipp.1268, c. ac. de rel.
ψυχὰν δ' ἄκαμπτοςPi.I.3/4.71b,
τὸ πρὸς τοὺς πόνους ἄ.Plu.Lyc.11,
εἰς ἐπιεικείαν ἄ.Plu.Cat.Mi.4.
2 que no tiene retorno, sin retorno
ἄκαμπτος ἐδύσετο νειόθι γαίηςA.R.1.63,
χῶροςAP 7.467 (Antip.Sid.),
τρίβοςIG 12(7).449 (Amorgos II a.C.).
II adv. -ως inflexible, tenazmente Sch.Pl.Grg.492d
•irreparablemente
ἄ. ἐξέδωκεν ἑαυτὸν τῇ ἀνομίᾳThdt.M.80.1121A.