ἄκαιρος, -ον
I
ἡδοναίDemocr.B 71, X.Cyn.12.15,
κέρδεαX.Cyr.4.2.45,
ἐλευθερίαPl.R.569c,
αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναιIG 22.1329.12 (III a.C.).
2 inoportuno, fuera de lugar o tiempo, intempestivo, mal escogido
οὐκ ἄκαιρα ... λέγεινA.Pr.1036, cf. Ar.Th.462,
κένωσιςHp.VM 10,
προθυμίαTh.5.65,
ῥαθυμίαD.18.46,
γέλωςMen.Mon.144,
πικρίαPlb.5.42.3,
φειδωλίαD.C.66.1,
οὐκ ἄκαιρον ἐν τῷ παρόντι καταλέξαιFauorin.De Ex.6.1
•de palabras, discursos fastidioso
ἔπαινοςPl.Phdr.240e,
εὑρησιλογίαPlb.29.1.2, cf. D.H.Lys.5.1,
μῦθοςLXX Si.20.19
•neutr. plu. como adv.
ἄκαιρ' οὐδὲ δυσφιλὲς γαμήλευμ' ἀπεύχετονA.Ch.624,
ἄκαιρ' ἀπώλλυτο (τὰ ῥάκη)desaparecieron inoportunamente E.Hel.1081.
II
γνώμα ... ἄκαιρος ὄλβουE.IT 420,
ἐς ἄκαιρα πονεῖνesforzarse en vano Thgn.919,
τοὺ]ς ἄκαιρα μωμήνουςlos que desean cosas impropias A.Fr.494.21
•de pers. inepto, desmañado, torpe c. inf.
φυλάττειν ... τὰ φίλια ... οὐκ ἀκαιρότεροιX.Eq.Mag.7.6
•de la lengua platónica
ἄ. ἐν ταῖς μετωνυμίαιςD.H.Dem.5.5.
2 inoportuno, molesto, impertinente Thphr.Char.12.1,
ἄ. καὶ λάλοςAlciphr.3.26.1.
III subst. τὸ ἄ. bot. rusco, brusco, Ruscus aculeatus Dsc.4.144.
IV adv. -ως inoportunamente
op. δικαίωςA.A.808, cf. Hp.Acut.17,
καὶ ἀ. μὴ σοφίζουLXX Si.32.4,
κωλύεσθαι ἀ. παρὰ τινῶν γειτόνωνPLond.1073.1 (VI d.C.),
ἀκαίρως ποθοῦνταςFauorin.De Ex.12.26
•repentinamente, Const.App.1.3.6.