ἄθραυστος, -ον
I no roto, íntegro, incólume
πύργοιE.Hec.17,
ἑπτάπυργοιE.Ph.1079,
σκάφοςLyc.890,
συντιθέναι τοὺς ἁρμοὺς ἁρμόττοντας πανταχεῖ ἀθραύστουςIG 22.1666B.87 (IV a.C.), cf. 1682.14, ID 507.12 (ambas III a.C.),
ναῦςD.C.49.10.4,
πόλιςD.C.53.24.5,
βότρυςGp.4.15.17
•de pers.
ἄθραυστοι καὶ ἀσινεῖς ... ἐπανῆλθονPlb.2.22.5
•fig.
τηρήσας ἄθραυστα τὰ τοῦ δήμου φιλάνθρωπαhabiendo preservado intactos los privilegios del pueblo, IClaros 1.M.1.21 (II a.C.),
φάμαIG 12(6).285.7 (Samos II a.C.),
ἄθραυστος ὄλβιος βίοςuna vida íntegramente feliz, IMEG 46.20 (imper.),
ἡ φωνή ἄθραυστος ... καὶ ἀκέραιοςel sonido carente de intermitencias y puro Plu.2.722e,
ἄ. ὁ Ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν1Ep.Clem.59.2.
II
ἄτομοςPlacit.1.3.18
•inconquistable
ὌλυμποςMelinno SHell.541.4,
δάπεδονPae.Delph.11,
ἀθραυστότατον ... μέρος πόλεωςPlu.Tim.18
•incorruptible
δικαιοσύνηOrph.H.63.5.
2 indisoluble del bautismo
σφραγίςConst.App.3.16.4.
III fig. duro, obstinado Cyr.Al.M.70.1393C.
IV adv. -ως sin romper
κάμπτεινGp.10.19.2.