< ἀθλέβεται·
ἀθλευτήρ >
ἄθλευμα
,
-ματος, τό
• Alolema(s):
ἀέθλ-
Eust.1843.22
contienda
,
disputa
,
Orac.Sib
.12.90, Eust.l.c.