< †ἀήρης·
ἀήσσητος >
ἄησις
,
-εως, ἡ
1
soplo
E.
Rh
.417,
Fr
.781.46.
2
invierno
ἐν τοῖσδ' ἄησιν καὶ θέρος διέρχομαι
E.
Fr
.78a.