ἄελλα, -ης, ἡ
• Alolema(s): ép. ἀέλλη; ἄυελλα Alc.(?) en Hsch. (cód. αυεουελλαι)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 torbellino huracanado, viento de tormenta
ἀνέμων ἄ.Il.13.334, cf. 795, Od.5.292, 304,
κακῇ θυίουσιν ἀέλλῃHes.Th.874,
υἱὸν ἀνήρπασε θέσπις ἄελλαh.Ven.208, cf. B.10.22,
ἄ. ΖεφύροιοA.R.2.276,
ἀντιπόροις βακχεύετο πόντος ἀέλλαιςNonn.D.32.154,
πολυστροφάλιγγεςMusae.294, cf. Olymp.in Mete.13.18.
2 remolino de polvo
ὕψι δ' ἀέλλη σκίδναθ' ὑπὸ νεφέωνIl.16.374.
3 giro, evolución
ἀστέρων ὑπ' ἀέλλαιςE.Hel.1498, cf. Ba.873.
• Etimología: Cf. ἄημι.