< ἀδορεί·
ἄδορπος >
ἄδορος
,
-ον
1
no pelado
,
no desollado
Hsch., Sud.
2
subst. ὁ ἄ.
saco de piel
Antim.145, cf. Hsch.s.u.
ἄδοροι
, Sud.