ἄδενδρος, -ον
• Alolema(s): -δρεος Opp.C.4.337
que no tiene árboles
τὰ ἄκρα τῶν ἈλπέωνPlb.3.55.9,
ἄρουραD.H.1.37,
αἶαOpp.l.c.,
τόποςTz.Comm.Ar.1.140.4.
τὰ ἄκρα τῶν ἈλπέωνPlb.3.55.9,
ἄρουραD.H.1.37,
αἶαOpp.l.c.,
τόποςTz.Comm.Ar.1.140.4.