< ἀδάρκιον
Ἀδαροπολίτης >
ἄδαρκος
,
-ου, ὁ
1
salitre de las plantas de las marismas
Gal.12.370.
2
ἄ. ἤτοι ἐρέβινθος
Gloss.Bot.Gr
.386.16.