ἄγχῐ
• Morfología: [compar. ἀγχίων EM α 202, Et.Gen.α 50, ἆσσον o ἄσσιον q.u., ἀσσοτέρω q.u. s.u. ἀσσότερος; sup. ἄγχιστος q.u., arcad., el. ἄσσιστα q.u., ἀσσοτάτω q.u. s.u. ἀσσότατος]
1 cerca, junto c. gen.
Ἕκτορος ἄ.Il.8.117,
ἄ. θαλάσσηςIl.9.43,
ἄ. νεῶνIl.10.161,
ἐμεῦ ἄ.Od.4.370,
ἄ. ἙλικῶνοςHes.Op.639,
ἄ. πελαγίας ἁλόςA.Pers.467,
ἄ. πλευμόνωνA.Ch.639,
ἄ. γῆςS.OC 399
•abs. cerca
ἕστηκενIl.5.185,
ἤλασεν ἄ. στάςOd.3.449
•en sent. temp. próximamente
ἄ. γὰρ ἀμέραSapph.43.9,
ἄ. μάλ' † ἐγρομένηA.R.3.294.
2 c. dat. como
ἄ. καρποφόροις ἀρούραισινPi.N.6.9, cf. Pi.Fr.52g.10.
• Etimología: Adv. deriv. de la raíz de ἄγχω q.u., imitando la final de περί, ἀμφί.