< †ἀγχούρης·
ἀγχοῦρος· >
ἄγχουρος
,
-ον
limítrofe
χθόνες
AP
9.235 (Crin.)
•
c. gen.
Ἠιὼν ... Ἀψινθίων ἄ.
Lyc.418
•
c. dat. Orph.
A
.124.