< ἀγρεύσιμος
ἀγρευτεῖ· >
ἄγρευσις
,
-εως, ἡ
captura
,
caza
Sch.
Od
.8.332, Hsch., Sch.Opp
H
.4.533,
πτηνῶν
Sud.s.u.
ἰξός
.