ἄγναφος, -ον


no abatanado, de arpillera χιτών PCair.Zen.92.16 (III a.C.), ῥάκος Eu.Matt.9.16, Eu.Marc.2.21, ἱμάτια βαρβαρικὰ ἄγναφα τὰ ἐν Αἰγύπτῳ γινομένα Peripl.M.Rubri 6, cf. PMerton 71.15 (II d.C.).