ἄγναμπτος, -ον
• Alolema(s): ἀκ- Pi.P.4.72, B.9.73
inflexible, indoblegable
βουλαίPi.l.c.,
ἜρωτεςB.l.c.,
νόοςA.Pr.164,
σθένοςOrph.L.27,
πειθώNonn.Par.Eu.Io.20.25,
πήληξNonn.D.17.349,
ἀγναμπτότατος βάτοςprov. ref. a alguien duro y obstinado, Zen.1.16
•τὸ ἄ. inflexibilidad
τὸ πρὸς τὰς ἡδονὰς ἄ.Plu.Cat.Mi.11.