< Ἄγδαν κώμη
Ἀγδηνῖτις >
ἄγδην
adv.
a rastras
ἐγτυγχάνω ... ἀρρητοποιοῖς Δεινίαν σύρουσιν ἄγδην
Luc.
Lex
.10.
• Etimología:
Cf. ἄγω.