ἄγγατος, -ου, ὁ
emparrado, armazón que sujeta las parras
τὸ εἰς ἀναδενδράδα ξύλονHsch., Eust.1854.22,
ἄ. βαρβαρικῶς ἐκαλεῖτο ἡ κάμαξEust.1163.20, cf. 22.
τὸ εἰς ἀναδενδράδα ξύλονHsch., Eust.1854.22,
ἄ. βαρβαρικῶς ἐκαλεῖτο ἡ κάμαξEust.1163.20, cf. 22.