< ἀβλάξ·
ἄβλαροι· >
ἄβλαπτος
,
-ον
1
inofensivo
,
inocente
κινώπετα
Nic.
Th
.488.
2
adv. -ως
sin perjudicar
πᾶσι συνοικῶν
Orph.
H
.64.10.