< ἁψιμεσία·
Ἀψίνης >
ἁψίμοθος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
insolente
ἁψιμόθου δὲ φθεγγομένου Κλυτίοιο
Nonn.
D
.28.92.