ἁψίκορος, -ον
I
οἱ νέοι ... εὐμετάβολοι δὲ καὶ ἁψίκοροι πρὸς τὰς ἐπιθυμίαςArist.Rh.1389a6,
περὶ τὰς ὁμιλίας ἁψίκοροιPh.2.312, cf. Poll.6.41, Hsch.
•de abstr., abs.
χάριςPlu.2.20a,
λόγοςPlu.2.7b.
•de ahí voluble, inconstante
δῆμοςPl.Ax.369a, cf. Sch.Ar.Eq.518
•que busca novedades
ποικιλώτατόν τινα καὶ ἁψίκορον ζήσαντα βίονPosidon.253.149
•de algunas formas de democracia exigente D.Chr.32.28.
2 subst. τὸ ἁ. hastío, aburrimiento
τὸ διψῶδες ... καὶ ἁψίκορονPlu.Cor.4,
τὸ φιλόκαινον ... καὶ τὸ ἁψίκορονLuc.Cal.21,
τὸ διατηρητικὸν τῶν φίλων καὶ μηδαμοῦ ἁψίκορονM.Ant.1.16.2.
II adv. -ως
1 con hastío rápido
τοῖς μὴ ἁ. κραταιῶς ... ἐλλαμβανομένοιςPh.1.214,
οὐ χρὴ ἁ. ἔχειν περὶ αὐτοῦCyr.Al.M.72.420A,
μὴ ἁ. ἴεσθαι πρὸς τὸ δοκοῦνCyr.Al.M.68.585A.
2 inconstante, volublemente
δεῖ τοῦτο δρᾶν οὔτε ἁ.Cyr.Al.M.72.580C, cf. Hsch.