< ἁψιδωτός
ἁψικορία >
ἁψικάρδιος
,
-ον
que conmueve el corazón
εἰ δὲ καὶ ἰδιωτικὸν παράπηγμα ἁψικάρδιον θέλεις
M.Ant.9.3
•
mordaz
glos. a
θυμοδακής
Hsch.