< ἁψίδιον
ἁφῑδόω >
ἁψιδοειδής
,
-ές
en forma de rueda
,
circular
αἱ τοῦ ἡλίου ... ἐγλείψεις ... μείζους ἁψιδοειδεῖς
Ps.Eudox.
Ars
19.15
•
abovedado
ἐν ἁψιδοειδεῖ τινι μεταστυλίῳ
D.C.68.25.3.