< ἄστικτος
ἄστινος· >
ἁστίλιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
ἀστ-
DP
14.4, 5;
ἁστίλλιον
SB
11641.10 (II d.C.)
astil
o
lanza
,
DP
l.c.,
SB
9017.9.7 (I/II d.C.), l.c.