ἁρπαστικός, -ή, -όν
rapaz
οἱ εὐκινήτους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες ὀξεῖς, ἁρπαστικοίde las aves de rapiña, Arist.Phgn.813a19,
κέρδους ἁ.Phld.Oec.69.
οἱ εὐκινήτους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες ὀξεῖς, ἁρπαστικοίde las aves de rapiña, Arist.Phgn.813a19,
κέρδους ἁ.Phld.Oec.69.