< ἅρμοστρα·
ἁρμόσυνοι >
ἁρμόστωρ
,
-ορος, ὁ
jefe
,
caudillo
Ἀγαμέμνον', ἀνδρῶν ναυβατῶν ἁρμόστορα
A.
Eu
.456.