ἁρμόδιος, -α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Longin.12.5]
I bien ajustado
θύραιfig. por los labios, Thgn.422.
II fig.
1 gener. adecuado, apropiado
δεῖπνονPi.N.1.21,
σὺν δ' ἥβη γίνεται ἁρμοδίαla juventud llega a su plenitud Thgn.724,
παρεχόντων ... τἆλλα ἁρμόδιαHesperia 18.1949.58.18 (Andros V a.C.),
τὸ πέρα καθεύδειν ... τοῖς τεθνηκόσι μᾶλλον ἤπερ τοῖς ζῶσιν ἁρμόδιονAeschin.Socr.52,
πολλὰ μέρη τῆς πολιτείας ἐχούσης ἁρμόδια καὶ πρόσφορα τοῖς τηλικούτοιςPlu.2.793a,
τῆς δὲ χύσεως ... ἁρμόδιοςLongin.l.c.,
τὰ οὐδέτερα ἁρμόδιά ἐστιν τοῖς ἑνικοῖςA.D.Synt.224.5,
ἔστιν ἐς πᾶσάν τε μεταβολὴν ἁρμοδιώτατονde una formación militar cerrada, Arr.Tact.16.4,
τί γὰρ ἁρμοδιώτερονM.Ant.7.57
•conveniente
ἀνθρώποις ἁρμόδιον ψυχῆς μᾶλλον ἢ σώματος λόγον ποιεῖσθαιDemocr.B 187, cf. D.C.38.28.2, de fórmulas pitagóricas
αὐτὸ ψυχῇ τε καὶ σώματι ἁρμοδιώτατονLuc.Laps.5.
2 de pers. grato, agradable
Περσεὺς ... τῇ γυναικὶ βουλόμενος ἁρμόδιος εἶναιHegesipp.Hist.4,
μέτριος, ἐπιεικής, ἁρμόδιος τῷ βίῳLuc.Vit.Auct.26, cf. Ar.Fr.781,
τόπος ἁ. καὶ προσφιλήςHsch.
•
ἁρμόδιοι· οἰκεῖοι, συγγενεῖς, φίλοιHsch.
3
ἁ. μέλος· μέτρονHsch., cf. Ἁρμόδιος II 1.
III adv. -ως apropiadamente
ἁ. πρὸς τὴν ἀνατομήνAch.Tat.3.22.5
•debidamente
ἀντιγραφῆναι ἁρμοδίωςPGiss.57.6 (VI/VII d.C.).