ἁρμή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἄρμη Hp. en Erot.21.20, Gal.19.86, Hsch.
1 unión
τὰς ... μίξεις γίνεσθαι ... καθ' ἁρμήνChrysipp.Stoic.2.154.
2 medic. sutura, cicatriz
ἄρμη· πᾶσα σύνοδος τραυμάτωνHp. en Erot.l.c., cf. Hsch.,
ἅρμης· τῆς ἐν τῇ κεφαλῇ ῥαφῆςGal.l.c.
3 choque de escudos, Q.S.11.361 (var.).