< ἁρματοποιέω
ἁρματοποιός >
ἁρματοποιία
,
-ας, ἡ
fabricación de carros
ζηλοτυπῶν τὸν διδάσκαλον τῆς ἁρματοποιίας
Herm.
Irris
.11.