< ἀρμακίας·
Ἁρμάκτικα >
ἁρμακίς
,
-ίδος, ἡ
parte
,
parcela
de una misma finca
ἀπὸ ἀμπελῶνος ἡ μέσῃ [ἁ]ρμακίς
PNess
.31.10, cf. 16.21, 31.15, 48, 53 (VI d.C.).