< ἁπλόζωμος
ἁπλόθριξ >
ἁπλόη
,
-ης, ἡ
simplicidad
εἶδες ἁπλόην πολιτευμάτων
Synes.
Ep
.148 (p.734),
ἁπλόης κρονικῆς ἀποπνέων
Tz.Comm
.Ar.2.497.3.