ἁπλοΐς, -ΐδος
sencillo, no doble
ἁπλοΐδες χλαῖναιIl.24.230, Od.24.276
•subst. ἡ ἁ. capa sencilla, no doble
ἔσκεπε τὴν κούρην ἁπλοῒς ἐκταδίηAP 5.294 (Agath.).
ἁπλοΐδες χλαῖναιIl.24.230, Od.24.276
ἔσκεπε τὴν κούρην ἁπλοῒς ἐκταδίηAP 5.294 (Agath.).