< ἁπλήγιος
ἄπληγος >
ἁπληγίς
,
-ίδος, ἡ
capa sencilla
,
no doblada
τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος
S.
Fr
.777, cf. Ar.
Fr
.54, Herod.5.18.