ἁμίλλημα, -ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
afán
ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ'S.El.493
•esfuerzo
καθ' ἁμ[ι]λλά[μ]ατα [π]ρᾶτος ἈντωνῖνοςCIG 5149b (Cirene).
ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ'S.El.493
καθ' ἁμ[ι]λλά[μ]ατα [π]ρᾶτος ἈντωνῖνοςCIG 5149b (Cirene).