ἁμματίζω
1 atar, ligar
ἅμματι ἁπλῷHeliod. en Orib.48.37.1,
τὰς ἀρχὰς ἁμματίζομενGal.18(1).782, cf. Hsch.
•en v. pas.
πρὸς ἄλληλα ἁμματίζεται ἅμματι ἁπλῷHeliod. en Orib.48.28.4,
(αἱ ἀρχαί) πρὸς τὰς τῶν κάλων ἀρχὰς ἁμματίζονταιOrib.49.22.4,
ἡμματίσθω δὲ πᾶς ἁρμὸς ἐφ' ἑκάτερα σχοινίοιςApollod.Poliorc.180.13,
ἐπ' αὐτοῖς ἀ.Gal.14.794.
2 ahorcar o estrangular Hsch.α 3422.