< ἁμαξήπους
Ἁμαξία >
ἁμαξήρης
,
-ες
• Prosodia:
[ᾰ-]
1
que va sobre un carro
θρόνος
A.
A
.1054.
2
apto para carros
τρίβος
E.
Or
.1251.