< ἁμαξηλάτης
ἁμαξήπους >
ἁμαξήλατος
,
-ον
de carros
ὁδός
Aen.Tact.16.14, Ps.Dicaearch.1.23, Ph.1.316, Poll.9.37,
Ἀππία
Str.6.3.7.