< ἁμαξάρχης
ἁμαξεύς >
ἁμαξεία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
ἁμαξήα
IG
4.823.56 (Trezén IV a.C.)
• Prosodia:
[ᾰ-]
carga de carretas
,
IG
l.c., Sud.