ἁλῐπόρφῠρος, -ον


teñido de púrpura marina ἠλάκατα Od.6.53, φάρεα Od.13.108, ῥέγος Anacr.129, ἐσθής Philostr.VA 6.10, cf. Im.2.2.2, εὐνή Nonn.D.20.32
purpúreo ὄρνις Alcm.26.4, οἶδμα Lyr.Adesp.21.19, cf. Stesich.104.7S., Νηρηίδες Him.62.2.