< ἀλοσύνα
ἁλοτειχής >
ἁλόσυνος
,
-η, -ον
1
marino
como
etim. de ἁλοσύδνη
EM
926.
2
ἁλοσύνα· ἡδονή
Hsch., pero cf. ἁδοσύνα.